χωλοποιός

χωλοποιός
-όν, ΜΑ
(ειρωνικά για τον Ευριπίδη) αυτός που κάνει κουτσούς τους ήρωές του, που παρουσιάζει στη σκηνή πρόσωπα τα οποία κουτσαίνουν
μσν.
ο χωλόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χωλοποιός — making lame masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλοποιόν — χωλοποιός making lame masc/fem acc sg χωλοποιός making lame neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλοποιοί — χωλοποιός making lame masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”